Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κόντημα — το βλ. κόντεμα … Dictionary of Greek
κόντεμα — και κόντημα, το [κονταίνω] 1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση 2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα … Dictionary of Greek